σουτζούκι
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
1. (τροφ. τεχνολ.) ονομασία μερικώς αποξηραμένου λουκάνικου, από πρόβειο κυρίως κρέας, το οποίο περιέχει πολλά καρυκεύματα, ενώ αντίθετα δεν πρέπει να περιέχει λίπος σε ποσοστό ανώτερο του 5%
2. είδος γλυκίσματος από ξηρή μουσταλευριά με καρύδια σε σχήμα λουκάνικου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sucuk «λουκάνικο»].