σούπα

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ρευστό φαγητό ή ζωμός
2. μτφ. (για πρόσ.) μεθυσμένος
3. φρ. «έγινε σούπα»
(συν. σχετικά με ρούχο) φορέθηκε πολύ, παραφορέθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zuppa].