σπάστρα

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source

Greek Monolingual

σπάστρα και σπάρτα, ἡ, Μ
καθαριότητα, πάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. σπαστρεύω / σπαρτεύω].