σπάρτα

From LSJ

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιονMiltiades' trophy does not let me sleep

Source

Greek Monolingual

σπάστρα και σπάρτα, ἡ, Μ
καθαριότητα, πάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. σπαστρεύω / σπαρτεύω].

Lexicon Thucydideum

lora, thongs, straps, 4.48.3.