Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπαθώ

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465

Greek Monolingual

-άω, Α σπάθη
1. (υφαντ.) χτυπώ το στημονι ή το υφάδι με τη σπάθη για να γίνει το ύφασμα πυκνό («σπαθᾱν τὸν ἱστὸν», Φιλύλλ.)
2. διασπαθίζω, σπαταλώ, ξοδεύω άσκοπα («σπαθῶντος τὰ χρήματα καὶ τὰς προσόδους ἀπολλύντος», Πλούτ.)
3. κλαδεύω («σπαθῶ τὰ μεγάλα τῶν φυτῶν», Φιλόστρ.)
4. μέσ. σπαθῶμαι, -άομαι
αλαζονεύομαι.