σπατάλημα

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰτᾰλημα Medium diacritics: σπατάλημα Low diacritics: σπατάλημα Capitals: ΣΠΑΤΑΛΗΜΑ
Transliteration A: spatálēma Transliteration B: spatalēma Transliteration C: spatalima Beta Code: spata/lhma

English (LSJ)

-ατος, τό, = σπατάλη (lewdness, wantonness, riot, luxury, bracelet), of delicacies eaten, AP 9.642.1 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 918] τό, = σπατάλη, Schwelgerei, Agath. 53 (IX, 642).

Russian (Dvoretsky)

σπᾰτάλημα: ατος (ᾰ) τό роскошная жизнь или роскошь Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰτάλημα: τό, = τῷ προηγ., Ἀνθ. Π. 8. 642.

Greek Monolingual

τὸ, Α σπαταλώ
άφθονη ποσότητα, δαπάνη χωρίς φειδώ.

Greek Monotonic

σπᾰτάλημα: -ατος, τό (σπαταλάω), = το προηγ., σε Ανθ.