σπογγοτόμος

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπογγοτόμος Medium diacritics: σπογγοτόμος Low diacritics: σπογγοτόμος Capitals: ΣΠΟΓΓΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: spongotómos Transliteration B: spongotomos Transliteration C: spoggotomos Beta Code: spoggoto/mos

English (LSJ)

ὁ, one that cuts sponges from the rocks, Opp.H.2.436, 5.612, Sch.A.Supp. 408.

German (Pape)

[Seite 923] Schwämme unter dem Meere von den Felsen schneidend, Opp. Hal. 5, 612.

Greek (Liddell-Scott)

σπογγοτόμος: -ου, ὁ, ὁ κόπτων σπόγγους ἐκ τῶν βράχων, Ὀππ. Ἁλ. 2. 436., 5. 612, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκ. 412. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που κόβει σπόγγους από τον πυθμένα της θάλασσας, σφουγγαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + -τόμος (< τόμος < τέμνω)].