σπρώχνω

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

Ν
1. ωθώ προς κάποια κατεύθυνση
2. μτφ. α) προτρέπω, παρακινώ, παρασύρω («αυτός μέ έσπρωξε να το κάνω»)
β) εξωθώ προς τα άκρα, δεν δείχνω μετριοπάθεια («μην τά σπρώχνεις τα πράγματα»)
γ) (για άνδρα) συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. προωθῶ με ανάπτυξη προθετικού σ- (πρβλ. σκύπτω < κύπτω), ενώ, κατ' άλλους, από αμάρτυρο εἰσπροωθῶ > εἰσπροώθω > εἰσπροώθνω > σπρώχνω].