στάφος

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στάφος Medium diacritics: στάφος Low diacritics: στάφος Capitals: ΣΤΑΦΟΣ
Transliteration A: stáphos Transliteration B: staphos Transliteration C: stafos Beta Code: sta/fos

English (LSJ)

σκάφος, λεκάνη, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

στάφος: «σκάφος. λεκάνη» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκάφος, λεκάνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί σκάφος.