στενεύω
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
Greek Monolingual
Ν στενός
1. κάνω κάτι πιο στενό, ελαττώνω το πλάτος του («στενεύω το φόρεμα»)
2. (για ένδυμα ή υπόδημα) ενοχλώ, στενοχωρώ κάποιον, τον κάνω να πονά («μέ στενεύουν τα παπούτσια μου»)
3. (αμτβ.) α) γίνομαι στενός («ο δρόμος στενεύει προς τα κάτω»)
β) περιορίζομαι (α. «στενεύουν τα περιθώρια δράσης του» β. «στενεύουν οι δυνατότητές του»)
4. φρ. «στενεύουν τα πράγματα» — η κατάσταση γίνεται δύσκολη.