στενοχώρημα
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
English (LSJ)
-ατος, τό, a case of straitening, difficulty, Hsch. s.v. στεῖνος.
Greek (Liddell-Scott)
στενοχώρημα: τό, στενοχωρία, δυσκολία, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α στενοχωρῶ
(κατά τον Ησύχ.) «στενοχωρία, δυσκολία».