στερχανά

From LSJ

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερχανά Medium diacritics: στερχανά Low diacritics: στερχανά Capitals: ΣΤΕΡΧΑΝΑ
Transliteration A: sterchaná Transliteration B: sterchana Transliteration C: sterchana Beta Code: sterxana/

English (LSJ)

περίδειπνον, Ἠλεῖοι, Hsch. στέρψανον· ἀξίνη, πέλεκυς, Id.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Ηλείους) «περίδειπνον».