οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
και στερεωπός, -ή, -όν, Α
στερεός, σταθερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -ωπός (βλ. λ. όπωπα), πρβλ. στενωπός].