ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
στηθόκυρτος: -ον, ὁ κυρτὸς τὸ στῆθος, πάσχων κύρτωσιν κατὰ τὸ στῆθος, Σχόλ. εἰς Κλήμ. Ἀλ.
-ον, Α
αυτός που παρουσιάζει κύρτωση του στήθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + κυρτός.