Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Full diacritics: στῑώδης | Medium diacritics: στιώδης | Low diacritics: στιώδης | Capitals: ΣΤΙΩΔΗΣ |
Transliteration A: stiṓdēs | Transliteration B: stiōdēs | Transliteration C: stiodis | Beta Code: stiw/dhs |
ες, (στῖον) stony, hard, Gal.19.140.
[Seite 945] ες, steinartig, steinigt, Sp.
στῑώδης: -ες, (στῑον) πετρώδης, σκληρός, Λατιν. scru?osus, Γαλην. Λεξ. Ἱππ.
-ῶδες, Α στία / στῖον]
πετρώδης, σκληρός.