στομίδα
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
η / στομίς, -ίδος ΝΑ
μεταλλικό εξάρτημα του χαλινού το οποίο εισάγεται στο στόμα του αλόγου και στα άκρα του οποίου προσαρμόζονται τα ηνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. θυλακίς)].