Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος → I grow old always learning many things
ο, ΝΜ, θηλ. στοματού Ναυτός που έχει μεγάλο στόμαμσν.φλύαρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα, -ατος + κατάλ. -άς (πρβλ. γλωσσάς)].