στουμπίζω

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death

Source

Greek Monolingual

Ν στούμπος
1. σπάω, κομματιάζω χτυπώντας με τον στούμπο, με τον κόπανοστουμπίζω τα σκόρδα»)
2. δέρνω με γροθιές ή με ξύλο κάποιον
3. δίνω ή παίρνω θέλοντας και μη (α. «μού στούμπισε δέκα χιλιάδες» β. «στούμπισε γερή προίκα»)
4. (με αισχρή σημ.) καβαλώ, συνουσιάζομαι.