στρέβλωση
From LSJ
περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law
Greek Monolingual
η / στρέβλωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[στρεβλῶ, -ώνω]]
η ενέργεια του στρεβλώνω, συστροφή
νεοελλ.
1. εξάρθρωση
2. μτφ. παραποίηση, διαστρέβλωση
μσν.
μτφ. ηθική διαστροφή
αρχ.
βασανιστήριο με τη χρήση στρέβλης.