στραταγέω

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρατᾱγέω Medium diacritics: στραταγέω Low diacritics: στραταγέω Capitals: ΣΤΡΑΤΑΓΕΩ
Transliteration A: stratagéō Transliteration B: stratageō Transliteration C: stratageo Beta Code: stratage/w

English (LSJ)

στρατᾱγός, v. στρατηγέω, στρατηγός.

Greek (Liddell-Scott)

στρατᾱγέω: στρατᾱγός, Δωρ. ἀντὶ στρατηγ-, Συλλ. Ἐπιγρ. 1702, -57, 1841, κ. ἀλλ.