στρατηγείο
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
Greek Monolingual
το / στρατηγεῖον, ΝΜΑ, και στρατήγιον ΜΑ στρατηγός
νεοελλ.
1. η έδρα του στρατηγού μαζί με το επιτελείο του και το προσωπικό διοικήσεως όπλων και διευθύνσεως υπηρεσιών που υπάρχει σε κάθε μεγάλη μονάδα
2. μτφ. έδρα ή πυρήνας δράσης ενός κινήματος, ορμητήριο («το στρατηγείο τών επαναστατών»)
3. φρ. «γενικό στρατηγείο» — το επιτελείο και το σύνολο του προσωπικού διοικήσεως όπλων και υπηρεσιών στην ανώτατη διοίκηση του στρατού
μσν.
ως κύριο όν. Στρατήγιον
ονομασία δύο πλατειών της Κωνσταντινούπολης όπου υπήρχαν τα αρχηγεία του στρατού
(