στρεψηλάκατος
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English (LSJ)
[ᾰκ], ον turning the spindle, epithet of δαίμονες, PMag.Par.1.1358.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, Α
(ως προσωνυμία τών δαιμόνων) αυτός που περιστρέφει την ηλακάτη, τη ρόκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ- του αόρ. ἔ-στρεψ-α του στρέφω + ἠλακάτη (πρβλ. χρυσηλάκατος)].
Léxico de magia
-ον que hace girar el eje en plu. de seres indefinidos ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς ... φοβεροδιακράτορας, στρεψηλακάτους, χιονοβροχοπαγεῖς os invoco a vosotros, que gobernáis con terror, que hacéis girar el eje, que congeláis la nieve y la lluvia P IV 1358