Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
στρεψοδικῶ, -έω, ΝΑ
χρησιμοποιώ στρεψοδικίες
νεοελλ.
διαστρέφω την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ- του αόρ. ἔστρεψα του στρέφω + -δικῶ (< -δικος < δίκη), πρβλ. φυγοδικώ].