Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στρογγύλεος

From LSJ

Greek Monolingual

-ον, Μ
στρογγυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του επιθ. στρογγύλος με κατάλ. -εος (πρβλ. νεκτάρεος)].