συγκαταλαγχάνω

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταλαγχάνω Medium diacritics: συγκαταλαγχάνω Low diacritics: συγκαταλαγχάνω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: synkatalanchánō Transliteration B: synkatalanchanō Transliteration C: sygkatalagchano Beta Code: sugkatalagxa/nw

English (LSJ)

occupy, have assigned in common, τί τισι Dam.Pr.58.

Greek Monolingual

Α
γίνομαι κύριος μαζί με κάποιον, καταλαμβάνω μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταλαγχάνω «καταλαμβάνω κάτι με κλήρο»].