συγκατολισθάνω
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
Full diacritics: συγκατολισθάνω | Medium diacritics: συγκατολισθάνω | Low diacritics: συγκατολισθάνω | Capitals: ΣΥΓΚΑΤΟΛΙΣΘΑΝΩ |
Transliteration A: synkatolisthánō | Transliteration B: synkatolisthanō | Transliteration C: sygkatolisthano | Beta Code: sugkatolisqa/nw |
slip and fall together, D.S.1.30.
και συγκατολισθαίνω Α κατολισθάνω
γλιστρώ και εγώ μαζί με άλλους.