συγκεντρωτικός
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκέντρωση
2. φρ. α) «συγκεντρωτικό σύστημα»
(νομ.) η συγκέντρωση στο διοικητικό κέντρο όλων τών εξουσιών και αρμοδιοτήτων
β) «συγκεντρωτικός φακός»
φυσ. φακός που μεταβάλλει μια παράλληλη δέσμη φωτεινών ακτινών σε συγκλίνουσα.
επίρρ...
συγκεντρωτικώς και συγκεντρωτικά Ν
με συγκεντρωτικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεντρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].