συμβιώνω

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256

Greek Monolingual

συμβιῶ, -όω, ΝΜΑ
(για πρόσ. και οργανισμούς) ζω μαζί με κάποιον (α. «με καλή θέληση, όλοι οι άνθρωποι μπορούν να συμβιώσουν ειρηνικά» β. «ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι», Πλάτ.
γ. «χείρους πρὸς τὸ συμβιοῦν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (για συζύγους) συζώ
2. μτφ. συνυπάρχω («ἀγαθῇ γ', οὐχ ὁρᾱς; τύχῃ συμβεβιωκώς», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βιώνω (< βίος)].