συμπαίκτρια
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ἡ, fem. of συμπαίκτης.
German (Pape)
[Seite 984] ἡ, fem. von συμπαικτήρ, die Mitspielende (?).
Greek Monolingual
η, ΝΑ
βλ. συμπαίκτης.