συμπλεκής

From LSJ

Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art

Menander, Monostichoi, 162
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπλεκής Medium diacritics: συμπλεκής Low diacritics: συμπλεκής Capitals: ΣΥΜΠΛΕΚΗΣ
Transliteration A: symplekḗs Transliteration B: symplekēs Transliteration C: symplekis Beta Code: sumplekh/s

English (LSJ)

συμπλεκές, entwined, entangled, Nonn. D. 3.27, al.

German (Pape)

[Seite 988] ές, verflochten, verbunden, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλεκής: -ές, ὁ συμπεπλεγμένος, «ἐμπερδευμένος», Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 38.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
μπλεγμένος, μπερδεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πλεκής (< πλέκος, το «πλέγμα»), πρβλ. αμφιπλεκής].