συνέμπτωσις

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέμπτωσις Medium diacritics: συνέμπτωσις Low diacritics: συνέμπτωσις Capitals: ΣΥΝΕΜΠΤΩΣΙΣ
Transliteration A: synémptōsis Transliteration B: synemptōsis Transliteration C: synemptosis Beta Code: sune/mptwsis

English (LSJ)

συνεμπτώσεως, ἡ,
A formal coincidence, (μέτρων) Sch.Heph.p.154 C.; συνέμπτωσις Σοφοκλεῖ καὶ Εὐριπίδῃ a coincidence (of language) between.., Sch.Ar.Th. 21; συνέμπτωσις ἱστορική Ptol.Heph. ap. Phot.Bibl.p.148 B.
II in Gramm., similarity of form, A.D.Pron.52.5, al.; τόνου Id.Adv.155.13.

German (Pape)

[Seite 1014] ἡ, Zusammenfallen, Zusammentreffen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

συνέμπτωσις: ἡ, σύμπτωσις, μέτρων Λογγίνου Ἀποσπ. 3. 4· νοημάτων Εὐστ. Πονημ. 169. 79· ἢ οὖν ἐπίτηδες... ἢ συνέμπτωσις Σοφοκλεῖ καὶ Εὐριπίδῃ ἐγένετο, κατὰ σύμπτωσιν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 21· σ. ἱστορικὴ Πτολ. εἰς Φωτ. Βιβλ. 148, 25. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμματ., ὁμοιότης τύπου, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 57, κτλ.

Greek Monolingual

συνεμπτώσεως, ἡ, ΜΑ συνεμπίπτω
σύμπτωση («ἤ οὖν ἐπίτηδες... ἤ συνέμπτωσις Σοφοκλεῖ καὶ Εὐριπίδῃ ἐγένετο», σχόλ. Αριστοφ.)
αρχ.
(στη γραμματική) ομοιότητα τύπου.