συναντῶ

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό σύν + ἀντάω -ῶ, ἀπό τό ἄντην, ἀντί. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: συνάντημα, συνάντησις.