συναυτουργός
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek Monolingual
ο, η, Ν
δράστης εγκληματικής πράξης μαζί με άλλον ή άλλους, συμμέτοχος στη διάπραξη εγκλήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αὐτουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].