συνδούλη
From LSJ
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
German (Pape)
[Seite 1009] ἡ, Mitsklavinn, Babr. 3, 6.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
fém. de σύνδουλος.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. σύνδουλος.
Russian (Dvoretsky)
συνδούλη: ἡ подруга по рабству Babr.