συνδούλη

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2

German (Pape)

[Seite 1009] ἡ, Mitsklavinn, Babr. 3, 6.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
fém. de σύνδουλος.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. σύνδουλος.

Russian (Dvoretsky)

συνδούλη:подруга по рабству Babr.