συντρώγω

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντρώγω Medium diacritics: συντρώγω Low diacritics: συντρώγω Capitals: ΣΥΝΤΡΩΓΩ
Transliteration A: syntrṓgō Transliteration B: syntrōgō Transliteration C: syntrogo Beta Code: suntrw/gw

English (LSJ)

eat together, Tz.H.10.637.

Greek (Liddell-Scott)

συντρώγω: τρώγω ὁμοῦ, ἄρτον τυχόντα… συντρώγοντα Τζέτζ. Ἱστ. 10. 638.

Greek Monolingual

ΝΜ
τρώω στο ίδιο τραπέζι μαζί με άλλον ή άλλους, παρακάθημαι σε γεύμα
μσν.
τρώω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους.