συρματόπλεγμα
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
το, Ν
1. τεχνολ. συρμάτινο πλέγμα που χρησιμοποιείται για την περίφραξη χώρων και την κατασκευή κόσκινων κ.ά. αντικειμένων το οποίο υφαίνεται από σύρματα σιδήρου ή χαλκού, συνήθως, όπως ένα αραιό ύφασμα
2. στρ. μορφή οχυρωματικού έργου το οποίο κατασκευάζεται με επάλληλες σειρές από ακιδωτό συρματόπλεγμα
3. φρ. «ακιδωτό συρματόπλεγμα»
τεχνολ. συρματόπλεγμα που κατασκευάζεται με συστροφή δύο ή τριών συρμάτων, μεταξύ τών οποίων παρεμβάλλονται ακανθώδεις προεξοχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, -ατος + πλέγμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].