Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συρρίκνωση

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.

Greek Monolingual

η, Ν
1. ζάρωμα
2. περιορισμός του μεγέθους, μάζεμα
3. (φωτογραμμ.) η αυξομείωση τών διαστάσεων την οποία υφίσταται μια φωτοταινία ή ένα φύλλο χαρτιού σχεδίασης υπό την επίδραση της υψομετρικής κατάστασης ή της θερμοκρασίας και η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν και αναλόγως να διορθώνεται, ιδίως προκειμένου για εργασίες ύψιστης ακρίβειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συρρικνώνω. Η λ., στον λόγιο τ. συρρίκνωσις, μαρτυρείται από το 1866 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].