σφάνιον

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφάνιον Medium diacritics: σφάνιον Low diacritics: σφάνιον Capitals: ΣΦΑΝΙΟΝ
Transliteration A: sphánion Transliteration B: sphanion Transliteration C: sfanion Beta Code: sfa/nion

English (LSJ)

κλινίδιον, Hsch.; cf. ἐν σφανίῳ· ἐν κλιναρίῳ, Id. (Perh. σφᾱνιον, Dor. etc. for Σφήνιον, abbrev. for σφηνόπους, q.v.)

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) α) «σφάνιον
κλινίδιον»
β) «ἐν σφανίῳ
ἐν κλιναρίῳ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. του συνθ. σφηνόπους < σφήν, -ηνός (πιθ. δωρ. τ. του αμάρτυρου σφήνιον)].

German (Pape)

τό, ein kleines Bett, Hesych.