σφαιρίτης

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

German (Pape)

[ῑ], ὁ, fem. σφαιρῖτις, kugelähnlich, Sp.