σφαιρῖτις
From LSJ
Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen
English (LSJ)
κυπάρισσος, ἡ, a kind of cypress, so called from its globular fruit, Gal.12.418.
Greek (Liddell-Scott)
σφαιρῖτις: κυπάρισσος, ἡ, εἶδος κυπαρίσσου οὕτω καλουμένης ἐκ τοῦ σφαιροειδοῦς καρποῦ αὐτῆς, «σφαιρίτιδος φύλλα· καλεῖται δὲ σφαιρῖτις, ἡ τὰ σφαιρία φέρουσα κυπάρισσος» Γαλην. τῶν Κατὰ τόπους 1 [σ. 159, 1].
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, Α
είδος κυπαρισσιού που καλείται έτσι λόγω του σφαιροειδούς καρπού του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + επίθημα -ῖτις (πρβλ σελην-ῖτις), πιθ. λόγω του σφαιρικού σχήματος τών καρπών του δένδρου].
German (Pape)
fem. zu σφαιρίτης.