σχιζοπροσωπία

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

και σχιστοπροσωπία, η, Ν
(τερατολ.) διαίρεση ενός σημαντικού τμήματος του προσώπου, με επιμήκυνση προς τα επάνω της σχισμής του λαγόχειλου.