σωματοθήκη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, sarcophagus, TAM2(1).122 (Levissi), 222.1 (Sidyma), CIG4224c(near Telmissus), JHS34.28 (Lycia), 12.268 (Cilicia).
German (Pape)
[Seite 1060] ἡ, Behältniß, den todten Leib hineinzulegen, Todtenkiste, Sarg, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοθήκη: ἡ, νεκραποθήκη, φέρετρον, Συλλ. Ἐπιγρ. 4224.
Greek Monolingual
ἡ, Α
σαρκοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + θήκη.