σύγκλειση
From LSJ
Greek Monolingual
η / σύγκλεισις, -είσεως, ΝΑ, αττ. τ. ξύγκλησις Α συγκλείω
η συνένωση δύο πραγμάτων ώστε να μην υπάρχει ενδιάμεσο κενό («τῆς φάλαγγος ἡ σύγκλεισις», Αρρ.)
νεοελλ.
ανατ. η συναρμογή τών οδόντων η οποία εκφράζεται με τη σχέση εφαρμογής τών φυμάτων και τών επιφανειών τους σε όλες τις λειτουργικές θέσεις της κάτω γνάθου
αρχ.
1. φράξιμο, κλείσιμο («συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον», Θεόφρ.)
2. αποκλεισμός
3. ασφαλής εναποθήκευση, κλείδωμα
4. στενωπός, κλεισούρα.