σύκον

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ, και βοιωτ. τ. τῡκον Α
βλ. σύκο.