σύναλος

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνᾰλος Medium diacritics: σύναλος Low diacritics: σύναλος Capitals: ΣΥΝΑΛΟΣ
Transliteration A: sýnalos Transliteration B: synalos Transliteration C: synalos Beta Code: su/nalos

English (LSJ)

σύναλον, eating salt with one, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 999] mit Einem Salz essend, übh. mitessend, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σύνᾰλος: -ον, ὁ συνεσθίων ἅλας μετά τινος, φίλος τινός, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που τρώει αλάτι μαζί με κάποιον, φίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αλος (< ἅλς, ἁλός), πρβλ. κάθαλος].