σύρσιμο

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio

Greek Monolingual

και σούρσιμο, το, Ν
1. το να σύρεται κάποιος ή κάτι, τράβηγμα, έλξη
2. (στον τ. σούρσιμο) διάρροια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω + κατάλ. -σιμό (πρβλ. φέρσιμο)].