τέοισι
From LSJ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
ion. c. τισί, dat. pl. de τις.
Russian (Dvoretsky)
τέοισι: ион. = τισί (dat. pl. к τίς).
Greek (Liddell-Scott)
τέοισι: Ἰων. ἀντὶ τίσι; νῦν τε τέοισί με χρὴ ὄμμασι ἔς τε ἀγορὴν καὶ ἐξ ἀγορῆς φοιτέοντα φαίνεσθαι; Ἡρόδ. 1. 37.
Greek Monolingual
Α
(ιων. τ. δοτ. πληθ. της ερωτ. και της αόρ. αντων.) βλ. τις, τίς.
Greek Monotonic
τέοισι: Ιων. αντί τισί; δοτ. πληθ. του τίς; ποιος; σε Ηρόδ.