τίοις

From LSJ

φύσει γὰρ ἄνθρωπος ὃ βούλεται, τοῦτο καί οἴεται → it's human nature: what you want, you believe

Source

German (Pape)

[Seite 1117] äol. statt τισί, Apoll. Dvsc. aus Sappho.

French (Bailly abrégé)

éol. c. τίσι, dat. pl. de τίς.

Greek (Liddell-Scott)

τίοις: Αἰολ. δοτ. πληθ. τοῦ τίς, Σαπφὼ 160 (113).

Russian (Dvoretsky)

τίοις: эол. (= τίσι) dat. pl. к τίς.