ταλασιουργία
From LSJ
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
English (LSJ)
ἡ, = ταλασία, Pl.Plt. 282c, 283a, Corn.ND20, Ath.Med. ap. Orib.inc.5.4.
German (Pape)
[Seite 1065] ἡ, = ταλασία, Plat. Polit. 282 a Lys. 208 d u. öfter, u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλᾰσῐουργία: ἡ Plat. = ταλασία.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλᾰσιουργία: ἡ, τὸ ταλασιουργεῖν, ἡ τῶν ἐρίων ἐργασία, Πλάτ. Πολιτικ. 282C, 283Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ταλασιουργία· τῶν ἐρίων τὰ ἔργα».
Greek Monolingual
ἡ, Α ταλασιουργός
η κατεργασία του μαλλιού, ιδίως το γνέσιμο και το ξάσιμό του.