ταξιθέτηση

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek Monolingual

η, Ν ταξιθετώ
1. η ενέργεια του ταξιθετώ, τακτοποίηση, ταξινόμηση
2. (οικον.) (στην οργάνωση επιχειρήσεων) τοποθέτηση σε ορισμένο χώρο πραγμάτων που έχουν ήδη ταξινομηθεί.